- αυτοσχεδιαστής
- ο , αυτοσχεδιαστήςάστρια η импровизатор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐτοσχεδιαστής — one who acts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχεδιαστής — ο (Α αὐτοσχεδιαστής) [αυτοσχεδιάζω] αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδιασταί — αὐτοσχεδιαστής one who acts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαστάς — αὐτοσχεδιαστά̱ς , αὐτοσχεδιαστής one who acts masc acc pl αὐτοσχεδιαστά̱ς , αὐτοσχεδιαστής one who acts masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… … Dictionary of Greek